ξένιος

ξένιος
ξένιος, -ία, -ον, αττ. τ. ξένιος, -ον, ιων. τ. ξείνιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίλο ή ξένο ή σε φιλία ή φιλοξενία
2. ξένος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ξένιος
α) προσωνυμία τού Διός, ως προστάτη τών ξένων και τών φίλων και τιμωρού εκείνων που καταπατούσαν το ιερό δίκαιο τής φιλοξενίας
β) προσωνυμία τού Έρωτος και τού Απόλλωνος
4) (το θηλ. ως κύριο όν.) Ξενία
προσωνυμία τής Αθηνάς
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ξένια
α) αναμνηστικά δώρα που δίνονταν από τον φιλοξενούντα προς τον φιλοξενούμενο («ἱκέτας δέχεσθαι ποντίους ἐφθαρμένους ξένια τε δοῡναι», Ευρ.)
β) δώρα που έστελναν στον στρατό ειρηνικοί και φιλήσυχοι κάτοικοι
γ) φόρος υποτέλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος. Το επίθ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kesenuwijo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξένιος — belonging to friendship and hospitality masc nom sg ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξένιος — belonging to friendship and hospitality masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ξένους ή στη φιλοξενία. 2. ως κύρ. όν., Ξένιος επίθ. του Δία: Ξένιος Δίας (ως προστάτης των ξένων) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξένιος Ζευς — Επίθετο που δινόταν στο Δία επειδή, όπως και την Αθηνά, τον θεωρούσαν προστάτη των ξένων και τιμωρό εκείνων που παραβίαζαν την ιδιότητα του ιερού και απαραβίαστου που προστάτευε κάθε ξένο …   Dictionary of Greek

  • ξείνιον — ξένιος belonging to friendship and hospitality masc acc sg (epic ionic) ξένιος belonging to friendship and hospitality neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem acc sg (epic ionic) ξένιος belonging… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένιον — ξένιος belonging to friendship and hospitality masc acc sg ξένιος belonging to friendship and hospitality neut nom/voc/acc sg ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem acc sg ξένιος belonging to friendship and hospitality neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεινίων — ξένιος belonging to friendship and hospitality fem gen pl (epic ionic) ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/neut gen pl (epic ionic) ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem/neut gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενίων — ξένιος belonging to friendship and hospitality fem gen pl ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/neut gen pl ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεινίοισι — ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεινίου — ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/neut gen sg (epic ionic) ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”